- άτομος
- ἄτομος, -ον (AM)1. άρτιος, ανελλιπής2. αυτός που δεν κόπηκε ή δεν είναι δυνατόν να κοπείαρχ.1. άπειρα μικρός, απειροελάχιστος2. (λογ.) αυτός που δεν υπόκειται σε περαιτέρω λογική διαίρεση3. φρ. «ἐν ἀτόμῳ» — αμέσως, σε μια στιγμή4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἄτομοςτο άτομο5. το ουδ. ως ουσ. βλ. άτομο.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -τομος < τέμνω].
Dictionary of Greek. 2013.